Étymologie

modifier
Du grec ancien.

Nom propre

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  Οκτώβριος οι  -
Génitif του  Οκτωβρίου των  -
Accusatif το(ν)  Οκτώβριο τους  -
Vocatif Οκτώβριε -

Οκτώβριος (Októvrios) \ɔk.ˈtɔ.vɾi.ɔs\ masculin

  1. Octobre (mois de l’année).

Variantes

modifier

Vocabulaire apparenté par le sens

modifier
Mois de l’année grégorienne en grec
1. Ιανουάριος, Γενάρης
2. Φεβρουάριος, Φλεβάρης
3. Μάρτιος, Μάρτης
4. Απρίλιος, Απρίλης
5. Μάιος, Μάης
6. Ιούνιος, Ιούνης
7. Ιούλιος, Ιούλης
8. Αύγουστος
9. Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης
10. Οκτώβριος, Οκτώβρης
11. Νοέμβριος, Νοέμβρης
12. Δεκέμβριος, Δεκέμβρης