ακινητοποιώ
Grec modifier
Étymologie modifier
Verbe modifier
ακινητοποιώ \Prononciation ?\
- Immobiliser.
Η αστυνομία ακινητοποίησε το ύποπτο όχημα.
- La police a immobilisé le véhicule suspect.
ακινητοποιώ \Prononciation ?\
Η αστυνομία ακινητοποίησε το ύποπτο όχημα.