ανασχηματισμός

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de ανασχηματίζω, anaschimatizo, avec le suffixe -μός, -mos.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  ανασχηματισμός οι  ανασχηματισμοί
Génitif του  ανασχηματισμού των  ανασχηματισμών
Accusatif τον  ανασχηματισμό τους  ανασχηματισμούς
Vocatif ανασχηματισμέ ανασχηματισμοί

ανασχηματισμός \a.na.sçi.ma.ti.ˈzmɔs\ masculin

  1. Réforme.
  2. Remaniement, réorganisation.