αντιπολίτευση

Étymologie

modifier
Mot dérivé de αντιπολιτεύομαι, antipolitévome, avec le suffixe -ση, -si, en grec ancien ἀντιπολιτεία, antipoliteia.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αντιπολίτευση οι  αντιπολιτεύσεις
Génitif της  αντιπολίτευσης
αντιπολιτεύσεως
των  αντιπολιτεύσεων
Accusatif τη(ν)  αντιπολίτευση τις  αντιπολιτεύσεις
Vocatif αντιπολίτευση αντιπολιτεύσεις

αντιπολίτευση, antipolítefsi \an.dɪ.pɔ.ˈli.tɛf.si\ féminin

  1. (Politique) Opposition (à une politique, au pouvoir).
    • αξιωματική αντιπολίτευση, principal parti d’opposition
  2. Ensemble des forces adversaires du gouvernement en place.

Dérivés

modifier

Références

modifier