αντιπολίτευση
Étymologie
modifier- Mot dérivé de αντιπολιτεύομαι, antipolitévome, avec le suffixe -ση, -si, en grec ancien ἀντιπολιτεία, antipoliteia.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αντιπολίτευση | οι | αντιπολιτεύσεις |
Génitif | της | αντιπολίτευσης αντιπολιτεύσεως |
των | αντιπολιτεύσεων |
Accusatif | τη(ν) | αντιπολίτευση | τις | αντιπολιτεύσεις |
Vocatif | αντιπολίτευση | αντιπολιτεύσεις |
αντιπολίτευση, antipolítefsi \an.dɪ.pɔ.ˈli.tɛf.si\ féminin
- (Politique) Opposition (à une politique, au pouvoir).
- αξιωματική αντιπολίτευση, principal parti d’opposition
- Ensemble des forces adversaires du gouvernement en place.
Dérivés
modifierRéférences
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αντιπολίτευση)