αρχαιολογία

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀρχαιολογία, arkhaiologia.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αρχαιολογία οι  αρχαιολογίες
Génitif της  αρχαιολογίας των  αρχαιολογιών
Accusatif τη(ν)  αρχαιολογία τις  αρχαιολογίες
Vocatif αρχαιολογία αρχαιολογίες

αρχαιολογία (arkheoloyía) \aɾ.çɛ.ɔ.lɔ.ˈʝi.a\ féminin

  1. Archéologie.