Étymologie

modifier
Du grec ancien ἀστακός, astakós.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  αστακός οι  αστακοί
Génitif του  αστακού των  αστακών
Accusatif τον  αστακό τους  αστακούς
Vocatif αστακέ αστακοί

αστακός (astakós) \a.staˈkos\ masculin

  1. (Carcinologie) Homard.
    • κόκκινος σαν αστακός, rouge comme un homard.

Dérivés

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αστακός)