αυτοκίνητο

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien αὐτοκίνητος, autokínêtos.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αυτοκίνητο τα  αυτοκίνητα
Génitif του  αυτοκινήτου των  αυτοκινήτων
Accusatif το  αυτοκίνητο τα  αυτοκίνητα
Vocatif αυτοκίνητο αυτοκίνητα
 
Αυτοκίνητο

αυτοκίνητο (avtokínito) \af.tɔ.ˈci.ni.tɔ\ neutre

  1. Voiture, automobile.

Synonymes modifier