αυτοκίνητο
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien αὐτοκίνητος, autokínêtos.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | αυτοκίνητο | τα | αυτοκίνητα |
Génitif | του | αυτοκινήτου | των | αυτοκινήτων |
Accusatif | το | αυτοκίνητο | τα | αυτοκίνητα |
Vocatif | αυτοκίνητο | αυτοκίνητα |
αυτοκίνητο (avtokínito) \af.tɔ.ˈci.ni.tɔ\ neutre
Synonymes modifier