αυτοκράτειρα

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien αὐτοκράτειρα, autokráteira.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αυτοκράτειρα οι  αυτοκράτειρες
Génitif της  αυτοκράτειρας των  αυτοκρατειρών
Accusatif τη(ν)  αυτοκράτειρα τις  αυτοκράτειρες
Vocatif αυτοκράτειρα αυτοκράτειρες

αυτοκράτειρα (avtokrátira) \af.tɔ.ˈkɾa.ti.ɾa\ féminin

  1. Impératrice