αφαλάτωση
Grec modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αφαλάτωση | οι | αφαλατώσεις |
Génitif | της | αφαλάτωσης αφαλατώσεως |
των | αφαλατώσεων |
Accusatif | τη(ν) | αφαλάτωση | τις | αφαλατώσεις |
Vocatif | αφαλάτωση | αφαλατώσεις |
αφαλάτωση