Grec modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αφαλάτωση οι  αφαλατώσεις
Génitif της  αφαλάτωσης
αφαλατώσεως
των  αφαλατώσεων
Accusatif τη(ν)  αφαλάτωση τις  αφαλατώσεις
Vocatif αφαλάτωση αφαλατώσεις

αφαλάτωση

  1. Dessalement.