Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien βοήθεια.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  βοήθεια οι  βοήθειες
Génitif της  βοήθειας των  βοηθειών
Accusatif τη(ν)  βοήθεια τις  βοήθειες
Vocatif βοήθεια βοήθειες

βοήθεια (voíthia) \vɔ.ˈi.θi.a\ féminin

  1. Secours, aide.
    • δίνω τη βοήθειά μου
    • σπεύδω προς βοήθεια
    • καλώ σε βοήθεια
    • η βοήθειά τους ήταν σημαντική
    • οι φίλοι είναι βοήθεια στις δύσκολες στιγμές

Dérivés modifier

Synonymes modifier

Antonymes modifier

Interjection modifier

βοήθεια (voíthia) \vɔ.ˈi.θi.a\

  1. Au secours, à l’aide
    • κλέφτες, βοήθεια!

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot  composé de βοηθός, boêtós (« aidant ») et de -ια.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif βοήθεια αἱ βοηθειαι τὼ βοήθεια
Vocatif βοήθεια βοηθειαι βοήθεια
Accusatif τὴν βοήθειαν τὰς βοήθειας τὼ βοήθεια
Génitif τῆς βοήθειας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν βοήθειαιν
Datif τῇ βοήθει ταῖς βοήθειαις τοῖν βοήθειαιν

βοήθεια, boếtheia *\bo.ˈɛː.tʰeː.a\

  1. Aide, assistance.

Références modifier