διήθηση
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | διήθηση | οι | διηθήσεις |
Génitif | της | διήθησης διηθήσεως |
των | διηθήσεων |
Accusatif | τη(ν) | διήθηση | τις | διηθήσεις |
Vocatif | διήθηση | διηθήσεις |
διήθηση, diíthisi \ði.ˈi.θi.si\ féminin
Dérivés modifier
- υπερδιήθηση (« ultrafiltration »)