Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de διαιωνίζω, avec le suffixe -ση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  διαιώνιση οι  διαιωνίσεις
Génitif της  διαιώνισης
διαιωνίσεως
των  διαιωνίσεων
Accusatif τη(ν)  διαιώνιση τις  διαιωνίσεις
Vocatif διαιώνιση διαιωνίσεις

διαιώνιση (diaiónisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Perpétuation.