Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De δόγμα, dógma (« opinion, dogme »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif δογματίας οἱ δογματίαι τὼ δογματία
Vocatif δογματία δογματίαι δογματία
Accusatif τὸν δογματίαν τοὺς δογματίας τὼ δογματία
Génitif τοῦ δογματίου τῶν {{{2}}}ιῶν τοῖν δογματίαιν
Datif τῷ δογματί τοῖς δογματίαις τοῖν δογματίαιv

δογματίας, dogmatías *\Prononciation ?\ masculin

  1. Personne sentencieuse.

Références modifier