δωδεκάμηνος
Grec modifier
Étymologie modifier
Adjectif modifier
δωδεκάμηνος, dhodhekáminos \Prononciation ?\
- Qui dure douze mois.
- Την αντίστοιχη δωδεκαμηνία με λήξη στις 30 Σεπτεμβρίου του 2010 ο βρετανικός αερομεταφορέας είχε μεικτά κέρδη 154 εκατομμυρίων στερλινών — (journal Καθημερινή, 19/11/2011 → lire en ligne)
Vocabulaire apparenté par le sens modifier
- δίμηνος
- τρίμηνος
- τετράμηνος
- πεντάμηνος
- εξάμηνος
- επτάμηνος / εφτάμηνος
- οκτάμηνος / οχτάμηνος
- εννιάμηνος
- δεκάμηνος
- εντεκάμηνος / ενδεκάμηνος
- δωδεκάμηνος
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (δωδεκάμηνος)