ειδωλολατρία

Étymologie

modifier
Du grec ancien εἰδωλολατρεία, eidôlolatreía.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ειδωλολατρία οι  ειδωλολατρίες
Génitif της  ειδωλολατρίας των  ειδωλολατριών
Accusatif τη(ν)  ειδωλολατρία τις  ειδωλολατρίες
Vocatif ειδωλολατρία ειδωλολατρίες

ειδωλολατρία, idololatría \i.ðɔ.lɔ.la.ˈtɾi.a\ féminin

  1. Idolâtrie.

Apparentés étymologiques

modifier