επαναστατικός
Étymologie
modifier- Dérivé de επαναστάτης, epanastátis, avec le suffixe -ικός, -ikós.
Adjectif
modifierεπαναστατικός, epanastatikós \Prononciation ?\
- Révolutionnaire, rebelle.
- Επαναστατική ιδιοσυγκρασία, esprit rebelle.
Références
modifier- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επαναστατικός)