ιτιά η κλαίουσα

Grec modifier

Étymologie modifier

Composé de ιτιά, η et κλαίουσα.

Locution nominale modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ιτιά η κλαίουσα οι  ιτιές οι κλαίουσες
Génitif της  ιτιάς της κλαίουσας των  ιτιών των κλαιουσών
Accusatif τη(ν)  ιτιά την κλαίουσα τις  ιτιές τις κλαίουσες
Vocatif ιτιά κλαίουσα ιτιές κλαίουσες

ιτιά η κλαίουσα (itiá i kléusa) \i.ˈtʝa i ˈklɛ.u.sa\ féminin

  1. (Botanique) Saule pleureur.