κάποτε
Étymologie
modifierAdverbe
modifierκάποτε (kápote) \ˈka.pɔ.tɛ\
- Autrefois.
- Υπήρχε κάποτε ένας ναός εδώ.
- Il y avait autrefois un temple ici.
- Υπήρχε κάποτε ένας ναός εδώ.
- Parfois.
- Έρχεται κάποτε συχνά και τα λέμε.
- Il vient parfois souvent et on discute.
- Έρχεται κάποτε συχνά και τα λέμε.
- Un jour.
- Κάποτε ο Ήλιος θα γίνει λευκός νάνος.
- Un jour, le Soleil deviendra une naine blanche.
- Κάποτε ο Ήλιος θα γίνει λευκός νάνος.