Étymologie

modifier
Du grec ancien κίνημα, kínêma (« mouvement »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  κίνημα τα  κινήματα
Génitif του  κινήματος των  κινημάτων
Accusatif το  κίνημα τα  κινήματα
Vocatif κίνημα κινήματα

κίνημα (kínima) \ˈci.ni.ma\ neutre

  1. Groupe de personnes partageant des idées, un but, mouvement.

Faux-amis

modifier

Étymologie

modifier
Dérivé de κινέω, kinéô (« bouger »), avec le suffixe -μα, -ma.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ κίνημα τὰ κινήματα τὼ κινήματε
Vocatif κίνημα κινήματα κινήματε
Accusatif τὸ κίνημα τὰ κινήματα τὼ κινήματε
Génitif τοῦ κινήματος τῶν κινημάτων τοῖν κινημάτοιν
Datif τῷ κινήματι τοῖς κινήμασι(ν) τοῖν κινημάτοιν

κίνημα, kínêma *\ˈkiː.nɛː.ma\ neutre

  1. Mouvement.

Synonymes

modifier

Références

modifier