Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De καλύπτω, kalúpto (« couvrir, voiler »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif καλύπτρα αἱ καλύπτραι τὼ καλύπτρα
Vocatif καλύπτρα καλύπτραι καλύπτρα
Accusatif τὴν καλύπτραν τὰς καλύπτρας τὼ καλύπτρα
Génitif τῆς καλύπτρας τῶν καλύπτρῶν τοῖν καλύπτραιν
Datif τῇ καλύπτρ ταῖς καλύπτραις τοῖν καλύπτραιν

καλύπτρα, kalúptra *\Prononciation ?\ féminin

  1. Couvercle de carquois.
  2. Voile, coiffe de femme.

Variantes modifier

Références modifier