κατάστιχο
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec byzantin κατάστιχον, katástikhon (« registre »).
Nom commun modifier
κατάστιχο, katástikho \Prononciation ?\ neutre
- Registre, cahier.
- ανοίγω τα παλιά μου τα κατάστιχα, ξαναθυμάμαι λησμονημένες διαμάχες, παλιά μίση.
- Το Domesday Book είναι το κατάστιχο καταγραφής των αποτελεσμάτων της μεγάλης απογραφής που έγινε ύστερα από εντολή του Γουλιέλμου του Κατακτητή το 1085 - 1086 (οπότε και ολοκληρώθηκε) και κάλυψε το μεγαλύτερο τμήμα της Αγγλίας και τμήματα της Ουαλίας. — (Domesday Book sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec) )
Synonymes modifier
Dérivés modifier
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κατάστιχο)