καταψύκτης
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | καταψύκτης | οι | καταψύκτες |
Génitif | του | καταψύκτη | των | καταψυκτών |
Accusatif | τον | καταψύκτη | τους | καταψύκτες |
Vocatif | καταψύκτη | καταψύκτες |
καταψύκτης (katapsíktis) \Prononciation ?\ masculin