Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif κατηγορίη αἱ κατηγορίαι τὼ κατηγορία
Vocatif κατηγορίη κατηγορίαι κατηγορία
Accusatif τὴν κατηγορίην τὰς κατηγορίας τὼ κατηγορία
Génitif τῆς κατηγορίης τῶν κατηγοριῶν τοῖν κατηγορίαιν
Datif τῇ κατηγορί ταῖς κατηγορίαις τοῖν κατηγορίαιν

κατηγορίη, katêgoríê *\ka.tɛː.ɡo.ˈri.ɛː\ féminin

  1. Forme ionienne de κατηγορία.