μουσικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de μουσικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μουσικότητα οι  μουσικότητες
Génitif της  μουσικότητας των  μουσικοτήτων
Accusatif τη(ν)  μουσικότητα τις  μουσικότητες
Vocatif μουσικότητα μουσικότητες

μουσικότητα (musikótita) \mu.siˈkɔ.ti.ta\

  1. Musicalité.