οικοδόμημα

Étymologie

modifier
Du grec ancien οἰκοδόμημα, oikodómêma ; voir οικοδομώ.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  οικοδόμημα τα  οικοδομήματα
Génitif του  οικοδομήματος των  οικοδομημάτων
Accusatif το  οικοδόμημα τα  οικοδομήματα
Vocatif οικοδόμημα οικοδομήματα

οικοδόμημα, ikodómima \Prononciation ?\ neutre

  1. Édification (d’une institution, d’un établissement).

Apparentés étymologiques

modifier

Références

modifier
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (οικοδόμημα)