πισωκολλητό
Étymologie
modifierNom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | πισωκολλητό | τα | πισωκολλητά |
Génitif | του | πισωκολλητού | των | πισωκολλητών |
Accusatif | το | πισωκολλητό | τα | πισωκολλητά |
Vocatif | πισωκολλητό | πισωκολλητά |
πισωκολλητό, pisokollitó \pi.so.ko.liˈto\ neutre