πισωκολλητό

Étymologie

modifier
Composé de πίσω, píso (« derrière ») et de κολλητός, kollitós (« pote »).

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  πισωκολλητό τα  πισωκολλητά
Génitif του  πισωκολλητού των  πισωκολλητών
Accusatif το  πισωκολλητό τα  πισωκολλητά
Vocatif πισωκολλητό πισωκολλητά
 
Πισωκολλητό

πισωκολλητό, pisokollitó \pi.so.ko.liˈto\ neutre

  1. (Sexualité) (Familier) Levrette.
  2. (Sexualité) (Familier) Sodomie.