ποδοσφαιριστής
Grec modifier
Étymologie modifier
- → voir ποδόσφαιρο.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ποδοσφαιριστής | οι | ποδοσφαιριστές |
Génitif | του | ποδοσφαιριστή | των | ποδοσφαιριστών |
Accusatif | τον | ποδοσφαιριστή | τους | ποδοσφαιριστές |
Vocatif | ποδοσφαιριστή | ποδοσφαιριστές |
ποδοσφαιριστής (podosferistís) \po.ðo.sfe.ɾiˈstis\ masculin (pour une femme, on dit : ποδοσφαιρίστρια)