Voir aussi : πρᾳότης

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de πρᾶος, prâos (« doux »), avec le suffixe -της, -tês.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif πραότης αἱ πραότητες τὼ πραότητε
Vocatif πραότης πραότητες πραότητε
Accusatif τὴν πραότητα τὰς πραότητας τὼ πραότητε
Génitif τῆς πραότητος τῶν πραοτήτων τοῖν πραοτήτοιν
Datif τῇ πραότητι ταῖς πραότησι(ν) τοῖν πραοτήτοιν

πραότης, praótês *\Prononciation ?\ féminin

  1. Douceur, bonté, facilité de caractère.

Références modifier