Étymologie

modifier
Du grec ancien προφύλαξις, prophúlaxis.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  προφύλαξη οι  προφυλάξεις
Génitif της  προφύλαξης
προφυλάξεως
των  προφυλάξεων
Accusatif τη(ν)  προφύλαξη τις  προφυλάξεις
Vocatif προφύλαξη προφυλάξεις

προφύλαξη (profílaxi) \pɾɔ.ˈfi.la.ksi\ féminin

  1. Précaution.