Étymologie

modifier
Du grec ancien πρόβατον, próbaton.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  πρόβατο τα  πρόβατα
Génitif του  πρόβατου
προβάτου
των  πρόβατων
προβάτων
Accusatif το  πρόβατο τα  πρόβατα
Vocatif πρόβατο πρόβατα

πρόβατο, próvato \ˈpɾɔ.va.tɔ\ masculin (pour une femelle, on dit : προβατίνα)

  1. Mouton.