σεισμικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de σεισμικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σεισμικότητα οι  σεισμικότητες
Génitif της  σεισμικότητας των  σεισμικοτήτων
Accusatif τη(ν)  σεισμικότητα τις  σεισμικότητες
Vocatif σεισμικότητα σεισμικότητες

σεισμικότητα (sismikótita) \si.zmi.ˈkɔ.ti.ta\ féminin

  1. (Géologie) Sismicité