σπονδυλική στήλη

Grec modifier

Étymologie modifier

 Composé de σπονδυλικός et de στήλη.

Locution nominale modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σπονδυλική στήλη οι  σπονδυλικές στήλες
Génitif της  σπονδυλικής στήλης των  σπονδυλικών στηλών
Accusatif τη(ν)  σπονδυλική στήλη τις  σπονδυλικές στήλες
Vocatif σπονδυλική στήλη σπονδυλικές στήλες
 
Η ανθρώπινη σπονδυλική στήλη με τα κυρτώματά της

σπονδυλική στήλη (spondhilikí stíli) \spɔn.ði.li.ˈci ˈsti.li\ féminin

  1. (Anatomie) Colonne vertébrale.