Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ σύσταμα τὰ συστάματα τὼ συστάματε
Vocatif σύσταμα συστάματα συστάματε
Accusatif τὸ σύσταμα τὰ συστάματα τὼ συστάματε
Génitif τοῦ συστάματος τῶν συσταμάτων τοῖν συσταμάτοιν
Datif τῷ συστάματι τοῖς συστάμασι(ν) τοῖν συσταμάτοιν

σύσταμα, sústama *\ˈsʉ.sta.ma\ neutre

  1. Forme dorienne de σύστημα.