τζιχαντιστής
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | τζιχαντιστής | οι | τζιχαντιστές |
Génitif | του | τζιχαντιστή | των | τζιχαντιστών |
Accusatif | τον | τζιχαντιστή | τους | τζιχαντιστές |
Vocatif | τζιχαντιστή | τζιχαντιστές |
τζιχαντιστής (tzihadistís) \d͡zi.xa.diˈstis\ masculin (pour une femme, on dit : τζιχαντίστρια)