υποψηφιότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

De υποψήφiος et -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  υποψηφιότητα οι  υποψηφιότητες
Génitif της  υποψηφιότητας των  υποψηφιοτήτων
Accusatif τη(ν)  υποψηφιότητα τις  υποψηφιότητες
Vocatif υποψηφιότητα υποψηφιότητες

υποψηφιότητα (ypopsifiótita) \i.pɔ.psi.'fçɔ.ti.ta\ féminin

  1. Candidature.