ἐπιστολογράφος

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ἐπιστολή, « message écrit, lettre » et de γράφω, « écrire »

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἐπιστολογράφος οἱ ἐπιστολογράφοι τὼ ἐπιστολογράφω
Vocatif ἐπιστολογράφε ἐπιστολογράφοι ἐπιστολογράφω
Accusatif τὸν ἐπιστολογράφον τοὺς ἐπιστολογράφους τὼ ἐπιστολογράφω
Génitif τοῦ ἐπιστολογράφου τῶν ἐπιστολογράφων τοῖν ἐπιστολογράφοιν
Datif τῷ ἐπιστολογράφ τοῖς ἐπιστολογράφοις τοῖν ἐπιστολογράφοιν

ἐπιστολογράφος, ου (ὁ) [ᾰ]. Ancienne écriture : ἐπιστολογράϕος.

  1. Qui écrit des lettres, secrétaire.

Références modifier