ἐργαστήριον

Étymologie

modifier
Mot dérivé de ἐργαστήρ, ergastếr (« travailleur »), avec le suffixe -ιον, -ion.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ ἐργαστήριον τὰ ἐργαστήρια τὼ ἐργαστηρίω
Vocatif ἐργαστήριον ἐργαστήρια ἐργαστηρίω
Accusatif τὸ ἐργαστήριον τὰ ἐργαστήρια τὼ ἐργαστηρίω
Génitif τοῦ ἐργαστηρίου τῶν ἐργαστηρίων τοῖν ἐργαστηρίοιν
Datif τῷ ἐργαστηρί τοῖς ἐργαστηρίοις τοῖν ἐργαστηρίοιν

ἐργαστήριον, ergastếrion \er.ɡas.ˈtɛː.ri.on\ neutre

  1. Atelier, laboratoire.