Grec modifier

Étymologie modifier

Apparenté à ικανός, du grec ancien ἱκανότης, hikanótês.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ικανότητα οι  ικανότητες
Génitif της  ικανότητας των  ικανοτήτων
Accusatif τη(ν)  ικανότητα τις  ικανότητες
Vocatif ικανότητα ικανότητες

ικανότητα, ikanótita \i.ka.ˈnɔ.ti.ta\ féminin

  1. Capacité.