Φιλιππήσιος

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien Φιλιππήσιος, Philippḗsios.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  Φιλιππήσιος οι  Φιλιππήσιοι
Génitif του  Φιλιππησίου των  Φιλιππησίων
Accusatif το(ν)  Φιλιππήσιο τους  Φιλιππησίους
Vocatif Φιλιππήσιε Φιλιππήσιοι

Φιλιππήσιος (Filippísios) \fi.li.ˈpi.sjɔs\ masculin

  1. (Géographie) Philippien.
    • Xάρηκα, μάλιστα, πολύ εν Kυρίω, ότι τώρα τέλος πάντων δείξατε να αναθάλλει η φροντίδα σας για μένα, για τον οποίο και φροντίζατε, όμως δεν είχατε την ευκαιρία. Όχι ότι το λέω, επειδή βρίσκομαι σε στέρηση· δεδομένου ότι, εγώ έμαθα να είμαι αυτάρκης σε όσα έχω. Ξέρω να περνώ με στέρηση, ξέρω και να έχω περίσσευμα· σε κάθε τι, και σε όλα, είμαι διδαγμένος, και να χορταίνω και να πεινάω, και να έχω περίσσευμα και να στερούμαι. Όλα τα μπορώ, διαμέσου τού Xριστού που με ενδυναμώνει. Όμως, καλά κάνατε, ότι γίνατε συγκοινωνοί στη θλίψη μου. Ξέρετε, μάλιστα, και εσείς, Φιλιππήσιοι, ότι στην αρχή τού ευαγγελίου, όταν βγήκα από τη Mακεδονία, καμία εκκλησία δεν είχε κοινωνία μαζί μου σε υλικές δοσοληψίες, παρά μονάχα εσείς. — (Saint Paul, Προς Φιλιππησίους, 4, 10-15, in H Αγία Γραφή στη Δημοτική, Pergamos Publications.)

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de Φίλιπποι, Phílippoi (« Philippes »), avec le suffixe -ησιος, -ēsios.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif Φιλιππήσιος οἱ Φιλιππήσιοι τὼ Φιλιππησίω
Vocatif Φιλιππήσιε Φιλιππήσιοι Φιλιππησίω
Accusatif τὸν Φιλιππήσιον τοὺς Φιλιππησίους τὼ Φιλιππησίω
Génitif τοῦ Φιλιππησίου τῶν Φιλιππησίων τοῖν Φιλιππησίοιν
Datif τῷ Φιλιππησί τοῖς Φιλιππησίοις τοῖν Φιλιππησίοιν

Φιλιππήσιος, Philippḗsios *\pʰi.lip.ˈpɛː.si.os\ masculin

  1. (Géographie) Philippien.
    • Ἐχάρην δὲ ἐν Κυρίῳ μεγάλως, ὅτι ἤδη ποτὲ ἀνεθάλετε τὸ ὑπὲρ ἐμοῦ φρονεῖν: ἐφ’ ᾧ καὶ ἐφρονεῖτε, ἠκαιρεῖσθε δέ. Οὐχ ὅτι καθ’ ὑστέρησιν λέγω: ἐγὼ γὰρ ἔμαθον, ἐν οἷς εἰμί, αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καὶ ταπεινοῦσθαι, οἶδα καὶ περισσεύειν: ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσιν μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾷν, καὶ περισσεύειν καὶ ὑστερεῖσθαι. Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με. Πλὴν καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει. Οἴδατε δὲ καὶ ὑμεῖς, Φιλιππήσιοι, ὅτι ἐν ἀρχῇ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτε ἐξῆλθον ἀπὸ Μακεδονίας, οὐδεμία μοι Ἐκκλησία ἐκοινώνησεν εἰς λόγον δόσεως καὶ λήψεως, εἰ μὴ ὑμεῖς μόνοι. — (Saint Paul, Προς Φιλιππησίους, 4, 10-15.)
      J’ai eu grande joie dans le Seigneur de ce que vos bons sentiments à mon égard ont enfin refleuri ; vous les aviez, certes, mais l’occasion vous manquait. Ce n’est pas la privation qui me fait parler, car moi j’ai appris à me contenter de l’état où je suis ; je sais vivre dans le dénuement, je sais vivre dans l’abondance. Je suis initié absolument à tout, au rassasiement comme à la faim, à l’abondance comme à la privation. Je puis tout en Celui qui me fortifie. Cependant vous avez bien fait de prendre part à mon affliction. Vous le savez vous-mêmes, Philippiens : dans les débuts de l’Évangile, lorsque je sortis de Macédoine, aucune Église ne m’assista en m’ouvrant un compte de doit et avoir ; vous fûtes les seuls. — (Épître aux Philippiens, in La Bible, traduction par Mr le chanoine Émile Osty avec la collaboration de Joseph Trinquet, Éditions du Seuil, Paris, 1973, p. 2455.)

Dérivés dans d’autres langues modifier