αδιέξοδο
Étymologie
modifier- → voir αδιέξοδος.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | αδιέξοδο | τα | αδιέξοδα |
Génitif | του | αδιεξόδου | των | αδιεξόδων |
Accusatif | το | αδιέξοδο | τα | αδιέξοδα |
Vocatif | αδιέξοδο | αδιέξοδα |
αδιέξοδο \a.ði.ˈɛ.ksɔ.ðɔ\ neutre
- Impasse (rue sans issue).
- (Sens figuré) Impasse, situation bloquée, sans issue.