Étymologie

modifier
→ voir αδιέξοδος.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αδιέξοδο τα  αδιέξοδα
Génitif του  αδιεξόδου των  αδιεξόδων
Accusatif το  αδιέξοδο τα  αδιέξοδα
Vocatif αδιέξοδο αδιέξοδα

αδιέξοδο \a.ði.ˈɛ.ksɔ.ðɔ\ neutre

  1. Impasse (rue sans issue).
  2. (Sens figuré) Impasse, situation bloquée, sans issue.