ανακοίνωση

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien ἀνακοίνωσις, anakoínôsis.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ανακοίνωση οι  ανακοινώσεις
Génitif της  ανακοίνωσης
ανακοινώσεως
των  ανακοινώσεων
Accusatif τη(ν)  ανακοίνωση τις  ανακοινώσεις
Vocatif ανακοίνωση ανακοινώσεις

ανακοίνωση, anakínosi \a.na.ˈci.nɔ.si\ féminin

  1. Déclaration, annonce.