αναπαραγωγή

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de παραγωγή, avec le préfixe ανα-.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αναπαραγωγή οι  αναπαραγωγές
Génitif της  αναπαραγωγής των  αναπαραγωγών
Accusatif τη(ν)  αναπαραγωγή τις  αναπαραγωγές
Vocatif αναπαραγωγή αναπαραγωγές

αναπαραγωγή (paraghoyí) \Prononciation ?\ féminin

  1. Reproduction.