ανισορροπία
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ανισορροπία | οι | ανισορροπίες |
Génitif | της | ανισορροπίας | των | ανισορροπιών |
Accusatif | τη(ν) | ανισορροπία | τις | ανισορροπίες |
Vocatif | ανισορροπία | ανισορροπίες |
ανισορροπία (anisorropía) \Prononciation ?\ féminin
- Déséquilibre.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)