αποβιομηχάνιση
Étymologie
modifier- De αποβιομηχανίζω.
Nom commun
modifierCas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αποβιομηχάνιση | οι | αποβιομηχανίσεις |
Génitif | της | αποβιομηχάνισης αποβιομηχανίσεως |
των | αποβιομηχανίσεων |
Accusatif | τη(ν) | αποβιομηχάνιση | τις | αποβιομηχανίσεις |
Vocatif | αποβιομηχάνιση | αποβιομηχανίσεις |
αποβιομηχάνιση, apoviomikhánisi \Prononciation ?\ féminin
- (Économie) Désindustrialisation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)