αποικιοκράτης
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | αποικιοκράτης | οι | αποικιοκράτες |
Génitif | του | αποικιοκράτη | των | αποικιοκρατών |
Accusatif | τον | αποικιοκράτη | τους | αποικιοκράτες |
Vocatif | αποικιοκράτη | αποικιοκράτες |
αποικιοκράτης, apikiokrátis \Prononciation ?\ masculin
- Partisan du colonialisme, colonialiste.