αποφασιστικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de αποφασιστικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αποφασιστικότητα οι  αποφασιστικότητες
Génitif της  αποφασιστικότητας των  αποφασιστικοτήτων
Accusatif τη(ν)  αποφασιστικότητα τις  αποφασιστικότητες
Vocatif αποφασιστικότητα αποφασιστικότητες

αποφασιστικότητα (apofasistikótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Détermination, persévérance dans l'exécution des décisions.