αποφασιστικότητα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Dérivé de αποφασιστικός, avec le suffixe -ότητα.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | αποφασιστικότητα | οι | αποφασιστικότητες |
Génitif | της | αποφασιστικότητας | των | αποφασιστικοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | αποφασιστικότητα | τις | αποφασιστικότητες |
Vocatif | αποφασιστικότητα | αποφασιστικότητες |
αποφασιστικότητα (apofasistikótita) \Prononciation ?\ féminin
- Détermination, persévérance dans l'exécution des décisions.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)