αποχωρητήριο

Grec modifier

Étymologie modifier

Du verbe αποχωρώ apokhoró (se retirer).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  αποχωρητήριο τα  αποχωρητήρια
Génitif του  αποχωρητήριου των  αποχωρητήριων
Accusatif το  αποχωρητήριο τα  αποχωρητήρια
Vocatif αποχωρητήριο αποχωρητήρια

αποχωρητήριο (apokhoritírio) \a.pɔ.xɔ.ɾi.ˈti.ɾʝɔ\ neutre

  1. Toilettes (lieux d’aisance).