Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de απορρίπτω, avec le suffixe -ση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  απόρριψη οι  απορρίψεις
Génitif της  απόρριψης
απορρίψεως
των  απορρίψεων
Accusatif τη(ν)  απόρριψη τις  απορρίψεις
Vocatif απόρριψη απορρίψεις

απόρριψη (aporrípsi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Rejet.