αυθεντικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de αυθεντικός, afthentikos, avec le suffixe -ότητα, -ótita.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αυθεντικότητα οι  αυθεντικότητες
Génitif της  αυθεντικότητας των  αυθεντικοτήτων
Accusatif τη(ν)  αυθεντικότητα τις  αυθεντικότητες
Vocatif αυθεντικότητα αυθεντικότητες

αυθεντικότητα, afthentikótita \Prononciation ?\ féminin

  1. Authenticité.