διαιτολόγος
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | διαιτολόγος | οι | διαιτολόγοι |
Génitif | του | διαιτολόγου | των | διαιτολόγων |
Accusatif | τον | διαιτολόγο | τους | διαιτολόγους |
Vocatif | διαιτολόγε | διαιτολόγοι |
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | διαιτολόγος | οι | διαιτολόγοι |
Génitif | της | διαιτολόγου | των | διαιτολόγων |
Accusatif | τη(ν) | διαιτολόγο | τις | διαιτολόγους |
Vocatif | διαιτολόγο | διαιτολόγοι |
διαιτολόγος, dietológos \Prononciation ?\ masculin et féminin identiques
- Diététicien, diététicienne.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)